Καθώς τα Δωδεκάνησα διάνοιαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας , μόνο οι κάτοικοι της Σύμης υποχρεώθηκαν να δίνουν στο Σουλτάνο δώδεκα χιλιάδες χοντρά και τρεις χιλιάδες ψιλά σφουγγάρια ως φόρο. Έως το 1863 η αλιεία των σφουγγαριών στα Δωδεκάνησα εγένετο κυρίως με γυμνούς δύτες ,ενώ στη Σύμη επιπλέον υπήρχαν και 250 καγκάβες (σπογγαλιευτικά σκάφη) οι οποίες λειτουργούσαν κυρίως το χειμώνα.
Αυτοί έμαθαν στους υπόλοιπους νησιώτες την αλιεία, την επεξεργασία και το εμπόριο των σφουγγαριών. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν την Ελλάδα τον μεσαίωνα, βλέποντας ότι μόνο οι κάτοικοι της Σύμης ασχολούνται με τη σπογγαλιεία, πίστευαν ότι μόνο στο βυθό γύρω από τη Σύμη φυτρώνουν τα σφουγγάρια.
Το 1840, πρώτος ο Συμιακός βουτηχτής Μιχαήλ Καρανίκης καταδύθηκε στον πάτο της θάλασσας κρατώντας στα χέρια επίπεδη πέτρα βάρους περίπου 12-15 κιλών. Η πέτρα αυτή, που αργότερα έγινε γνωστή στη Σύμη ως «καμπανελλόπετρα» ή «σκανταλόπετρα» στην Κάλυμνο, ήταν δεμένη με σχοινί το άλλο άκρο του οποίου δενόταν στη βάρκα. Το σφουγγάρι έφερνε πλούτο στα νησιά. Το 1863 ο Συμιακός Φώτης Μαστορίδης έφερε στη Σύμη το σκάφανδρο, από τις Ινδίες όπου εργαζόταν με τους Άγγλους σε λιμενικά έργα ως μηχανικός σκαφάνδρου.
Για να πείσει τους Συμιακούς για τη χρησιμότητα και την ασφάλειά του, φόρεσε το σκάφανδρο η γυναίκα του Ευγενία και καταδύθηκε στο λιμάνι της Σύμης. Έτσι από το 1863 έγινε η πρώτη χρήση σκάφανδρου στη Σύμη. Το 1864 ετέθη σε χρήση στα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων και από το 1866 στα νησιά του Αργοσαρωνικού. Από το 1863 ως το 1896 ο αριθμός των σκάφανδρων σε όλη τη Μεσόγειο έφτασε στα 440 περίπου, ενώ τα πλοιάρια των γυμνών δυτών μειώνονταν συνεχώς.
Η Σύμη είχε τον μεγαλύτερο σπογγαλιευτικό στόλο σε ολόκληρο τον κόσμο και πρωτοστάτησε τόσο τον πρωτογενή τομέα, την σπογγαλιεία στην λεγόμενη Μπαρμπαριά, Barbary coast, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής και ειδικότερα της Βεγγάζης, όσο και στην επεξεργασία του σπόγγου (δευτερογενής τομέας) και την διοχέτευση και εμπορία του (τριτογενής τομέας), μέσω της Σύρου, στο Λονδίνο και στις ΗΠΑ. Επικεφαλής της σημαντικής αυτής βιομηχανίας ήταν ο Συμιακός Οίκος Υιοί Νικήτα Πετρίδη γνωστός εκτός Ελλάδος ως Petrides Brothers υπό τον γενάρχη Γεώργιο Νικήτα Πετρίδη, με γραφεία στη Σύρο, στον Πειραιά, στο Παρίσι και το Λονδίνο.
Με τα τεράστια έσοδα του μεγάλου ευεργέτη της Σύμης Γεώργιου Πετρίδη οικοδομήθηκε το Πετρίδειο Ρολόι, το Πετρίδειο Σχολείο και τα μεγαλοπρεπή νεοκλασικά και από τις δύο πλευρές του Διοικητηρίου.
Οι μετέπειτα διοικητές των Δωδεκανήσων Ιταλοί απαγόρευσαν την σπογγαλιεία κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση του πληθυσμού της Σύμης. Έτσι σιγά σιγά η Κάλυμνος άρχισε να παίρνει τα ηνία της σπογγαλιείας.